- φαντάζω
- ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ.β. «φαντάζειν ἅπαντας τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς τῷ μεγέθει τῶν γιγνομένων», θεοδώρ.)2. μέσ. φαντάζομαια) νομίζω, υποθέτω (α. «τ' ωραίο νησί... φαντάζομαι πως φεύγει κι αρμενίζει», Γρυπ.β. «εἰκότως φαντάζονται τοιούτου υἱοῡ ἀεὶ μὴ εἶναι τὸν θεὸν πατέρα», Αθανάσ.)β) πλάθω ή αναπαριστώ κάτι με τη φαντασία μου (α. «δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα είναι ο κόσμος αν συνεχιστεί η καταστροφή τού περιβάλλοντος» β. «ἐνταῡθ' ὁ ποιητής αὐτὸς εἶδεν Ἐρινύας, ὃ δ' ἐφαντάσθη, μικροῡ δεῑν θεάσασθαι καὶ τοὺς ἀκούοντας ἠνάγκασεν», Λογγίν.)νεοελλ.1. κατέχομαι από φανταστικές παραστάσεις, από φαντάσματα2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φαντασμένος, -η, -οα) αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, καυχησιάρηςβ) μεγαλομανήςαρχ.1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω2. εξαπατώ, ξεγελώ3. (μέσ. και παθ.) α) γίνομαι ορατός, γίνομαι αντιληπτόςβ) παίρνω τη μορφή κάποιου, γίνομαι όμοιος με αυτόν («φανταζόμενος δὲ γυναικὶ νεκροῡ τοῡδ'... ὁ παλαιὸς ἀλάστωρ», Αισχύλ.)γ) επαίρομαι, περηφανεύομαιδ) σχηματίζομαι, πλάθομαι με τη φαντασίαε) τρομοκρατούμαι από φανταστικές παραστάσεις, φαντάσματαστ) (στην κωμωδία) συκοφαντούμαι4. φρ. «μεγάλα φαντάζομαι περί τινος» — έχω μεγάλη ιδέα για κάποιον ή για κάτι (Ιωάνν. Χρυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαντ- τών παραγώγων και σύνθ. τού ρ. φαίνω* (πρβλ. φαντός, -φάντης, φάντωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.